Με την εξέλιξη της Ογκολογίας ένα νέο πλαίσιο τοξικότητας έχει αναδυθεί και έχει συνδεθεί με την ακόλουθη εξελισσόμενη εξειδίκευση της υποστηρικτικής ογκολογίας του στόματος. Στην ανοσοθεραπεία οι επιπλοκές της στοματικής κοιλότητας είναι περισσότερες από το 10% του συνόλου[1].
Η ξηροστομία και σύνδρομα τύπου Sjogren είναι τα πιο συχνά προβλήματα/συμπτώματα και περιγράφονται στο 6-%-7%. Η ξηροστομία συνδέεται με πτωχή στοματική υγιεινή, αυξημένο κίνδυνο τερηδόνας και περιοδοντικής νόσου και μυκητιάσεων, κυρίως καντιντιάσεων [EIKONA 1]. Οι μυκητιάσεις αναπτύσσονται, επίσης, στο πλαίσιο λοιμώξεων ανοσολογικού τύπου. Ο ασθενής με ξηροστομία αλλάζει διατροφικές συνήθειες, αυξάνει την κατανάλωση υδατανθράκων, παραπονείται για δυσφαγία και χάνει βάρος. Συστήνονται υποκατάστατα σιάλου, ενυδάτωση των χειλιών, όχι καυστικά αντισηπτικά, που περιέχουν οινόπνευμα, και προστασία από την τερηδόνα.
Οι δυσγευσίες, που μπορεί να εμφανίζονται ανεξάρτητα ή να συνοδεύουν την ξηροστομία, δυσκολεύουν τη θρέψη αλλά και την ποιότητα ζωής του ασθενούς και αποτελούν ποσοστό μικρότερο του 3%, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες.
Φλεγμονώδεις λειχηνοειδείς αντιδράσεις ανοσολογικού τύπου δεν έχουν ακόμη μελετηθεί επαρκώς. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπου ο ασθενής ήδη πάσχει από αυτοάνοσο νόσημα της στοματικής κοιλότητας, όπως ο ομαλός λειχήνας, μπορεί να παρατηρηθεί επιδείνωση, με κίνδυνο ακόμη και να διακοπεί η ανοσοθεραπεία [EIKONA 2].
Η λήψη του ιατρικού-στοματολογικού ιστορικού μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη και την κατάλληλη αντιμετώπιση της επιπλοκής. Η χρήση τοπικών κορτικοστεροειδών, παυσίπονα και καλυπτικά του βλεννογόνου, μπορούν να ανακουφίσουν, ενώ συστήνεται ο υπολογισμός της πιθανής ανάπτυξης δυσπλασίας. Η τακτική παρακολούθηση του ασθενούς, με τη συμμετοχή του ογκοστοματολόγου στη διεπιστημονική ομάδα, θα συμβάλει στην πρόληψη και στην έγκαιρη διάγνωση και επιτυχή θεραπεία της μυκητίασης. Ακόμη, σε ασθενείς που έχουν λάβει ανοσοθεραπεία έχουν περιγραφεί λίγες περιπτώσεις οστεονέκρωσης των γνάθων, πιθανώς σε σχέση με την τροποποιημένη ανοσολογική εικόνα του ατόμου. Αυτό συμφωνεί με τη σύγχρονη προτεινόμενη παθοβιολογία της οστεονέκρωσης και τη σχέση της με τοπική λοίμωξη.
Γενικά, οι επιπλοκές στη στοματική κοιλότητα, σε ασθενείς που αντιμετωπίζονται με ανοσοθεραπεία, χαρακτηρίζονται με μη ειδικούς όρους, όπως στοματίτιδα, φλεγμονή του βλεννογόνου, βλεννογονίτιδα. Η ανάγκη μελέτης και καλύτερου ορισμού των επιπλοκών αυτών τονίζεται από πολλούς ερευνητές.
Ο ρόλος του στοματολόγου, με εμπειρία στους ογκολογικού ασθενείς και τις σύγχρονες θεραπείες, θα συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση των προβλημάτων αυτών και στην επιτυχή θεραπεία τους.
[1] Από την Ομιλία στο 11ο Συνέδριο Κλινικής Ογκολογίας Δυτικής Ελλάδας και 7η Επιστημονική Εκπαιδευτική Ημερίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Εξατομικευμένων Θεραπειών. Πάτρα, 23-24 Φεβρουαρίου 2018.
Εικόνα 1. Εκτεταμένη ψευδομεμβρανώδης καντιντίαση στη στοματική κοιλότητα, σε ασθενή που ελάμβανε ανοσοθεραπεία για καρκίνο πνεύμονα. Προσήλθε παραπονούμενος για έντονο κάψιμο, δυσφαγία, καταβολή και ξηροστομία.
Εικόνα 2. Πόνος στα ούλα και ουλορραγίες σε ασθενή που ελάμβανε ανοσοθεραπεία για μελάνωμα. Είχε διαγνωστεί στο παρελθόν με ομαλό λειχήνα της στοματικής κοιλότητας και η εικόνα αξιολογήθηκε ως επιδείνωση του προϋπάρχοντος λειχήνα. Ο πόνος και η ουλορραγία δημιουργούσαν δυσκολία στη στοματική υγιεινή, με αποτέλεσμα επιδείνωση της ουλίτιδας και του πόνου.